Δευτέρα 15 Απριλίου 2019

Μπερνάρ-Μαρί Κολτές, Η Ημέρα των φόνων στην ιστορία του Άμλετ


Μπερνάρ-Μαρί Κολτές, Η Ημέρα των φόνων στην ιστορία του Άμλετ

Bernard-Marie Koltès, Le Jour des meurtres dans l’histoire d’Hamlet (1974)
(Les Editions de Minuit, 2006)

Μετάφραση: Νεκτάριος-Γεώργιος Κωνσταντινίδης

Μπερνάρ Μαρί Κολτές, Η Ημέρα των φόνων στην ιστορία του Άμλετ, περιοδικό «Θεατρογραφίες», τεύχος 18, εκδόσεις Γράμμα, σελ. 148 – 171.

Η Ημέρα των φόνων στην ιστορία του Άμλετ είναι μια διασκευή. Ο Μπερνάρ-Μαρί Κολτές διαβάζει τον «Άμλετ» του Σαίξπηρ από το 1969 στις εκδόσεις της Οξφόρδης (1965), έπειτα διαβάζει περισσότερες μεταφράσεις, ιδιαίτερα εκείνη του Φρανσουά-Βικτώρ Ουγκώ (στις εκδόσεις Rencontre, 1969).
Αλλά το 1974, για να γράψει αυτή τη σύμπτυξη του πρωτότυπου, επιλέγει τη μετάφραση του Ύβ Μπονφουά, η οποία έχει δημοσιευθεί από τις εκδόσεις Mercure de France (1962-1988) και κυκλοφορεί επίσης από τη συλλογή «Folio» του εκδοτικού οίκου Gallimard. Τα δάνεια από αυτή τη μετάφραση είναι αποσπασματικά: ωστόσο, ο συγγραφέας χρησιμοποίησε αυτό το κείμενο ως κεντρικό πυρήνα της εργασίας του. Τα αποσπάσματα εντοπίζονται διάσπαρτα σε όλο το έργο.

Τα πρόσωπα του έργου
Άμλετ
Γερτρούδη
Οφηλία
Κλαύδιος

I. Η νύχτα
(Στις πολεμίστρες ενός κάστρου, πάνω στη θάλασσα.)

1.
Άμλετ: Πνεύμα, πνεύμα ανήσυχο!
Ο χρόνος είναι νεκρός. Μην ξυπνάς.
Η θάλασσα θέλει να με παρασύρει πάνω από τις ακτές της, να την κοιτάζω πόσο βαθιά είναι και να την ακούω να βρυχάται εκεί κάτω.
Ησύχασε, ψυχή μου.
Αυτός ο τόπος είναι η απελπισία: το αστέρι, εκεί κάτω, στο δυτικό πόλο, ήρθε να φωτίσει αυτή την περιοχή του ουρανού, για να διώξει από σένα τη λογική και να σε σπρώξει στα βάθη της τρέλας.

(Κραυγές θαλάσσιων πουλιών.)

Άμλετ: Ω, θάνατε!

(Θόρυβος κυμάτων, πουλιών.)

Άμλετ: Η σιωπή κομματιάζεται. Οι ίνες του σώματός μου σκληραίνουν όπως τα νεύρα. Δολοφόνος! Δολοφόνος! Η πέτρα στα οχυρώματα κινείται, το ψυχρό φως αποκαλύπτεται. Τα εγκλήματα, θαμμένα μέσα στη γη, φανερώνονται αυτή τη νύχτα στο βλέμμα των ανθρώπων. Γρήγορα, πιο γρήγορα και απ’ το πνεύμα, οι σκοτεινές πράξεις ξεπροβάλλουν. Η ψυχή σχίζεται, η ψυχή και τα μάτια ξεριζώνονται.
Αυτή τη νύχτα, Άμλετ, όλα παίζονται, μέχρι το τέλος.

(Ο θόρυβος της θάλασσας χάνεται.
Έπειτα, ενώ ακούγεται μια φωνή – παρόμοια με αυτή του Άμλετ, αλλά εξασθενημένη – σε μια δέσμη φωτός, εμφανίζονται τα εξής:
Ο θρόνος, η στολή και το στέμμα του βασιλιά.
Στα δεξιά, όπως η εικόνα ενός ποταμού που κυλά από το βάθος της σκηνής έως το προσκήνιο, στέκονται η Γερτρούδη με το χέρι στο θρόνο, ο Άμλετ στα γόνατα της Γερτρούδης και η Οφηλία στα γόνατα του Άμλετ.
Στ’ αριστερά, ο Κλαύδιος, με γυρισμένη την πλάτη, μοιάζει ν’ ανεβαίνει αντίθετα με το ρεύμα.)

Η φωνή: Άμλετ, Άμλετ, να πως έγινε ο φόνος.
Καθώς ο βασιλιάς κοιμόταν, ένα υγρό καταραμένο του έσταξαν στο αυτί. Εκείνο απλώθηκε γρήγορα σε όλες τις αρτηρίες του σώματος, παρέλυσε όλα τα μέλη και πάγωσε το αίμα του. Τέλος, αναδύθηκε από το δέρμα του κάτι σαν κρούστα λέπρας και του αφαίρεσε τη ζωή, το στέμμα και τη βασίλισσα.
Ανυπεράσπιστος, δίχως άφεση αμαρτιών, μόνος, ο βασιλιάς ξεψύχησε.

(Σκοτάδι.
Έπειτα, μέσα σ’ αστραπές κι ενώ η φωνή ετοιμάζεται να ξανακουστεί, εμφανίζονται διαδοχικά, μόνοι, και σαν να φυγαδεύονται, η Γερτρούδη, ο Άμλετ, η Οφηλία, ο Κλαύδιος.)

Η φωνή: Εκδίκηση! Εκδίκηση! Άμλετ, Άμλετ, είσαι λοιπόν πιο άπραγος και από τη χλόη που σαπίζει στις χθαμαλές όχθες του νερού; Μην παραπονιέσαι, εκδικήσου. Μην ανέχεσαι τον αδελφό μου, αυτό το κτήνος, τον μοιχό, τον αιμομίκτη, να επωφελείται από τους πόθους της βασίλισσάς μου, εκείνον που μου αφαίρεσε τη σάρκα και το αίμα. Εκδικήσου!
Άμλετ, Άμλετ, αντίο, και μη με ξεχνάς.

(Κραυγή θανάτου.
Ακούγεται εκ νέου, ο ήχος της θάλασσας.)

2.
(Ο Άμλετ, μόνος πάνω στα τείχη.)

Άμλετ: Ήρθε λοιπόν η ώρα σας. Σφουγγάρια, σφουγγάρια, σφουγγάρια. Τώρα πια, ανενόχλητα μπορείτε να καταλάβετε όλο το χώρο.
Χορτάστε απ’ τις εύνοιές του, πλημμυρίστε από τις ανταμοιβές του, χαϊδέψτε την εξουσία του, μέχρι που μια μέρα, εκείνος θα θελήσει να σας στύψει, να σας στεγνώσει. Μελιστάλαχτες γλώσσες, ήρθε η ώρα να γλείψετε το ηλίθιο μεγαλείο του. Όλοι εσείς με τα ευλύγιστα πόδια και την εύκαμπτη μέση, σκύψτε και συρθείτε μπροστά του. Όσο για το νέο βασιλιά, θα σας μασουλά μέσα στο στόμα του σαν ένα κομμάτι μήλο, που αργά ή γρήγορα θα καταπιεί.
Όλοι στο τραπέζι! Ο βασιλιάς ξαγρυπνά, γιορτάζει, οργιάζει σα νεόπλουτος. Εγώ, θέλω ν’ αδειάσει το μυαλό μου απ’ όλες τις σκέψεις, για να δώσω χώρο στα χαμόγελα του προδότη και της γυναίκας του. Όλοι, όλοι στο γαμήλιο τραπέζι! Το γουρούνι αδειάζει το κύπελλό του! Εγώ θέλω να μιλήσω για αίμα, για πανουργία, για φόνο. Δεν θα σωπάσω μέχρι το καταραμένο ετούτο μέρος να γίνει πεδίο μάχης.

3.
(Χαράματα.
Η Γερτρούδη προχωράει, αχτένιστη, με κλειστά μάτια και το στέμμα στο χέρι.
Ο Κλαύδιος την ακολουθεί, σαν ένας δορυφόρος.
Αυτή στρέφεται προς το μέρος του, με το χέρι μπροστά στο πρόσωπό της. Αυτός αγκαλιάζει το σώμα και το χέρι της ενώ το βλέμμα της Γερτρούδη παρατηρεί τη σκιά.
Εμφανίζεται ο Άμλετ.
Η Γερτρούδη στρέφεται προς τον Κλαύδιο. Εκείνος της λέει: «Γερτρούδη!», έπειτα στρέφεται προς τον Άμλετ.
Εκείνη τοποθετεί το στέμμα στο κεφάλι του βασιλιά, του λέει: «Μιλήστε!», και μένει όρθια δίπλα του, με την πλάτη γυρισμένη.)

4.
Κλαύδιος: Ανιψιέ μου, καλέ μου γιε…

Άμλετ: Σ’ εμένα μιλάτε;

Κλαύδιος: Πιστέψτε το, πιστέψτε μας, δε ξεχνάμε ποτέ τον θάνατο του πατέρα σας, του ακριβού μας αδελφού. Οι ψυχές μας πενθούν, οι καρδιές μας ραγίζουν, το βασίλειο, τέλος, ολόκληρο αγωνιά σαν ένα μέτωπο που συσπάται. Προέχει όμως όλοι μαζί να εμπιστευτούμε τη λογική και πιστοί στη μνήμη του νεκρού, να μη χαθούμε, να ενωθούμε.
Κατανοήστε, Άμλετ, κατανοήστε επιτέλους γιατί εκείνη που ήταν μητέρα σας, εκείνη που ήταν αδελφή μας, εκείνη που τέλος-τέλος είναι βασίλισσα μας και βασίλισσα αυτής της χώρας, την παντρευτήκαμε. Οι πιο σοφές φωνές παρότρυναν αυτόν τον γάμο, η κοινή γνώμη τον υποστήριξε.
Όσο για εμάς, διχασμένοι, διαλυμένοι, πένθος και χαρά ανάκατα, με το ένα μάτι να δείχνει την ευτυχία μας και το άλλο να κλαίει.

Άμλετ: Ένας μήνας, ένας μόνο μήνας!

Κλαύδιος: Σ’ εμένα μιλάτε;

Γερτρούδη: (προς το μέρος του) Άμλετ!

Άμλετ: Αδυναμία, λέξη για γυναίκες.

Γερτρούδη: Άμλετ, θ’ αναζητάς για πολύ ακόμη τον πατέρα σου μέσα στη σκόνη; Με τα μάτια πάντα χαμηλωμένα! Γιατί αυτοί οι αναστεναγμοί, γιατί αυτό το θορυβώδες πένθος, γιατί αυτή η κατάμαυρη φορεσιά;

Άμλετ: Για ποιόν μιλάτε;

Γερτρούδη: Δείξε επιτέλους στο βασιλιά τη φιλία σου.

Άμλετ: Κυρία, εκείνο που υπάρχει μέσα μου…

Γερτρούδη: Τι υπάρχει μέσα σου; Τι; Τι σου φαίνεται παράξενο;

Άμλετ: Τι μου φαίνεται; Δεν φαίνεται. Είναι.

Γερτρούδη: Εφόσον είναι έτσι, πες το.

Άμλετ: Δεν έχω λόγια να το εκφράσω.

Κλαύδιος: Κυρία! Άμλετ! Κυρία! Είναι φυσικό, καλό κι αξιέπαινο, να εκφράζει κανείς απέναντι στους νεκρούς το πένθιμο καθήκον του.
Μα επιτέλους, Άμλετ, ο θάνατος δεν είναι κάτι συνηθισμένο; Η ίδια η λογική, έπειτα από τον πρώτο θάνατο, δεν κραυγάζει πάντα: «έτσι έπρεπε να γίνει;» Αγαπητέ μου, μην ξεχνάτε: ο πατέρας σας έχασε τον πατέρα του, κι εκείνος έχασε έναν άλλο, γιατί θα έπρεπε – τι παράλογη απαίτηση! – να το πάρουμε κατάκαρδα;
Άμλετ, ακούστε μας: αμαρτάνετε ενώπιων του Θεού, αμαρτάνετε ενώπιον των νεκρών και της φύσης, και αυτό είναι εγκληματικό. Κινδυνεύετε, αν συνεχίσετε έτσι, ν’ αποδείξετε ότι σας διακρίνει το πείσμα, η εχθρότητα, η ασπλαχνία, ότι έχετε μια ψυχή αχαλίνωτη, ένα πνεύμα απαίδευτο, μια κρίση ανόητη.
Τέλος, μάθετε ότι επιθυμούμε να μην μας εγκαταλείψετε, να παραμείνετε στην αυλή μας και οφείλετε ν’ απορρίψετε κάθε άλλο σχέδιο.
Εμπρός, διώξτε τα σκοτεινά αυτά σύννεφα και φανείτε συμπαραστάτης, ανιψιός, αληθινός γιος.

Άμλετ: Τι λέτε εσείς, μητέρα;

Κλαύδιος: Άμλετ, σας παρακαλούμε, όλοι ασχολούνται μ’ εμάς. Πρέπει όλος ο κόσμος να μάθει πως εσείς είστε ο κληρονόμος του θρόνου, πως εμείς σας αγαπάμε, πως με θεωρείτε τον πιο στοργικό πατέρα. Για μένα, είστε ο γιος μου.

Άμλετ: Η μητέρα μου, τι λέει;

Γερτρούδη: Μην είσαι αναίσθητος στα παρακάλια της μητέρας σου, Άμλετ. Μείνε εδώ. Μην πάρεις καμία απόφαση.

Άμλετ: Θα σας υπακούω, κυρία, όσο καλύτερα μπορώ.

Κλαύδιος: Τι τρυφερή, τι ιπποτική απάντηση! Αχ, κυρία, αυτή η ευγένεια, αυτή η ελεύθερη συναίνεση ευφραίνουν εν τέλει την καρδιά μου.

(Εμφανίζεται η Οφηλία.)

5.
(Για μια στιγμή, η Οφηλία στρέφεται προς τον Άμλετ. Εκείνος απομακρύνεται καθώς αυτή κοιτάζει προς την θάλασσα. Το βλέμμα του δεν θα την εγκαταλείψει.)

Κλαύδιος: Να ξέρετε ότι μιλούν για σας. Και αν αυτά που λέγονται είναι ακριβή, νομίζω ότι διακινδυνεύετε την υπόληψή σας.

Οφηλία: Άρχοντά μου, δεν ξέρω.

Κλαύδιος: Τι υπάρχει ανάμεσα σ’ εσάς και τον Άμλετ; Πείτε την αλήθεια.

Οφηλία: Άρχοντά μου, με περιβάλλει με την αγάπη του μ’ έναν τρόπο έντιμο.

Γερτρούδη: Αχ, αυτοί οι τρόποι, όπως το λέτε, οι τρόποι, οι τρόποι!

Οφηλία: Κυρία, πιστεύω στα λόγια του.

Γερτρούδη: Παγίδα για τα κουτορνίθια!

Κλαύδιος: Πιστέψτε στις συμβουλές μας: όσον αφορά στον Άμλετ και στις πρόσκαιρες εύνοιες του, πρόκειται για εκκεντρικότητα, ιδιοτροπίες ενός νεαρού. Είναι σα μία βιολέτα, πρώιμη και εφήμερη, γλυκιά κι έτοιμη να μαραθεί. Ελαφρύ άρωμα στον αέρα, χαρά μιας στιγμής. Τίποτα παραπάνω.

Οφηλία: Τίποτα παραπάνω;

Γερτρούδη: Τίποτα παραπάνω. Να μάθετε να φοβάστε, να τον φοβάστε, να φοβάστε τον εαυτό σας, είναι η καλύτερη προφύλαξη απέναντι στη σύγχυση.

Οφηλία: Να φοβάμαι; Αλήθεια; Δεν ξέρω.

Κλαύδιος: Πιθανόν να σας αγαπά, προς στιγμήν. Πιθανόν τίποτα το βρώμικο ή το ψεύτικο δεν θαμπώνει την ευγένεια του πόθου του. Αλλά…

Οφηλία: Άμλετ!

Γερτρούδη: Είστε λοιπόν ένα παιδί;

Οφηλία: Άμλετ!

Γερτρούδη: Μην προσποιείστε πως δεν καταλαβαίνετε. Ξέρετε καλά, όταν χρειάζεται, να γίνεστε φλύαρη. Το υπνοδωμάτιο σας κι η αγκαλιά σας ξέρουν καλά να είναι γενναιόδωρες.

Κλαύδιος: Κοιτάξτε λοιπόν το αξίωμά του, τη θέση που κατέχει στη χώρα. Δεν είναι διόλου ο κύριος του μέλλοντός του. Υποταγμένος από τη γέννησή του, δεν μπορεί, όπως ο πρώτος τυχών, να πορευτεί όπως θέλει, καθώς από τις αποφάσεις του, εξαρτώνται η ευτυχία και η ισχύς ενός ολόκληρου κράτους. Αν σας λέει ότι σας αγαπά, φανείτε αρκετά σώφρων ώστε να θυμηθείτε ότι είναι υπόλογος στη χώρα του.

Οφηλία: Τα λόγια σας με τρομάζουν.

Γερτρούδη: Αναλογιστείτε το σκάνδαλο, την προσβολή στην τιμή σας, αν το εύπιστο αυτί σας τον ακούσει να τραγουδά, να κατακτά την καρδιά σας ή κάτι χειρότερο ακόμη, να φοβάστε, να φοβάστε την αχαλίνωτη φλόγα του!

Οφηλία: Άμλετ! Άμλετ!

Κλαύδιος: «Ακόμα κι η πιο φρόνιμη παρθένα σπαταλά την ομορφιά της αν την αποκαλύψει στη σελήνη.»

Γερτρούδη: Να φοβάστε τον Άμλετ. Να εμπιστεύεστε εμάς.

Κλαύδιος: Τα νιάτα φέρουν μέσα τους τις θανατηφόρες επιδημίες. Να τα φοβάστε.

Οφηλία: Δεν ξέρω.

Κλαύδιος: Ας πηγαίνουμε. Να θυμάστε αυτά που σας είπα.

Οφηλία: Αλίμονο, όλα κλειδώθηκαν στη μνήμη μου και εσείς κρατάτε το κλειδί.

(Η Οφηλία εξαφανίζεται από τα τείχη.)

6.
Κλαύδιος: Τι θ’ απογίνουμε;

Γερτρούδη: Αυτό το βάραθρο παρασύρει τα πάντα. Αυτός ο τεράστιος τροχός, ο καρφωμένος τόσο ψηλά στο στερέωμα, ξεκινά την μεγάλη του πτώση. Ένας βασιλιάς που πεθαίνει δεν πεθαίνει μόνος.

Κλαύδιος: Για την αξία μας, όλοι δεν έσφαλαν; Ή σκέφτονται ότι ο θάνατος του αδελφού μου κατέστρεψε το οικοδόμημα του κράτους;

(Ξημερώνει.)

Κλαύδιος: Εκεί κάτω, στα σύνορα της χώρας, ένα στράτευμα παρανόμων, μισθοφόρων, ανεξέλεγκτων, πάνοπλων μας απειλεί. Η κινητοποίηση, η επιστράτευση λαμβάνει χώρα παντού.
Είμαστε περικυκλωμένοι από προδότες.

Γερτρούδη: Θα λιώσουμε τα κανόνια, θα εισάγουμε πολεμικό υλικό. Τέρμα οι αργίες, τέρμα η Κυριακή. Νύχτα-μέρα στη δουλειά.

Κλαύδιος: Γερτρούδη, Γερτρούδη, θ’ αντέξουμε;

Γερτρούδη: Από δω και πέρα, είμαστε σε πόλεμο.

(Μπαίνει ο Άμλετ και τους κοιτάζει.)

II. Το πρωινό
(Η αίθουσα του θρόνου, σε ακαταστασία.)

1.
(Ο Άμλετ, μόνος.
Προχωρά από το βάθος της σκηνής στο προσκήνιο, αδέξια, σα χαμένος κι έτοιμος να το βάλει στα πόδια.)

Άμλετ: Να λοιπόν, η συνηθισμένη δουλειά ενός καλού ηθοποιού!
Ξέρω: το δέρμα πρέπει να είναι πελιδνό, τα μάτια δακρυσμένα, τα χέρια, τα πόδια, οι τρελές χειρονομίες, η σπασμένη φωνή. Ηθοποιός! Για ένα τίποτα, για μια ψεύτικη ιστορία, για τη σκιά ενός πόνου. Να υποτάσσεις την ψυχή και το σώμα στις επιθυμίες του μυαλού. Έτσι για ένα τίποτα, για ένα τίποτα! Είναι τερατώδες.
Αλλά εγώ, δεν είμαι παρά ένας υπηρέτης, ένας ελεεινός σκλάβος.
Ο Άμλετ, ρόλος για ηθοποιό!
Βλέπω: η σκηνή πνιγμένη στα δάκρυα, οι καρδιές ραγισμένες από τις κραυγές, το κοινό τρομαγμένο, οι ένοχοι ανήσυχοι, οι αθώοι φοβισμένοι, οι αδαείς χαμένοι, τα βλέμματα, τα χείλη, τα χέρια ασυγκράτητα.
Αλλά εγώ, εγώ, είμαι ένας δειλός, άπραγος, βραδυκίνητος, είμαι εδώ και δεν κάνω τίποτα, τίποτα, τίποτα. Ωστόσο, γνωρίζω τι με περιμένει. Εγώ! Γιος του βασιλιά, γιος του θύματος, με παρακινούν να εκδικηθώ ουρανός και κόλαση. Κι εγώ μένω στα λόγια, και μόνο με τα λόγια αυτά, σα μία πόρνη, αποκαλύπτομαι.
Αλλά γνωρίζω τι με περιμένει. Ποιος θα κάνει την αρχή; Ποιος θα με πει δειλό; Ποιος θα με πει απαίσιο; Ποιος θα μου σπάσει τα μούτρα; Ποιος λοιπόν πρώτος θα μου ξεριζώσει τα μαλλιά, θα με τραβήξει απ’ τη μύτη, θα μου βυθίσει στο λαρύγγι τα ψέματά μου, να φθάσουν ως τα πνευμόνια; Ποιος θα μου τα κάνει όλα αυτά; Ποιος;
Όμως βλέπετε: μήπως έχω την καρδιά μιας όρνιθας; Διαφορετικά, πώς εξηγείται ότι δεν έχουν τελειώσει τα πάντα;
Τα στομάχια των κορακιών θα έπρεπε να έχουν ήδη γεμίσει από τα εντόσθια αυτού του σκύλου.

2.
(Ξαφνικά μπαίνει η Οφηλία, σπρωγμένη από το χέρι του βασιλιά.
Βρίσκεται ενώπιον του Άμλετ, μένει ακίνητη, στηρίζεται στο θρόνο.
Βλέπουμε το χέρι του βασιλιά πίσω από το θρόνο.
Ο Άμλετ στρέφεται προς την Οφηλία, την πλησιάζει και την κοιτάζει.
Κάποια στιγμή, η Οφηλία βγάζει μία κραυγή, δείχνοντας το χέρι που προεξέχει.
Ο Άμλετ, χωρίς να χάσει από το βλέμμα του την Οφηλία, βγαίνει αργά οπισθοχωρώντας.
Μετά την αποχώρησή του, η Οφηλία αποτραβιέται σε μία γωνιά της αίθουσας.
Μπαίνει ο βασιλιάς.)

3.
Κλαύδιος: Όλα είναι ξεκάθαρα, όλα τακτοποιούνται. Ερωτευμένη Οφηλία, δεν πρέπει να υπερεκτιμήσεις τον κίνδυνο.
(Παύση.)
Δεν ήθελε το χαμό σου, και κανενός άλλου. Σ’ αγαπάει! Όλα βαίνουν καλώς, έτσι δεν είναι;
(Παύση.)
Γιατί βγάζεις τόσο γρήγορα συμπεράσματα; Γιατί αναστατώνεσαι; Ο κίνδυνος δεν είναι ποτέ εκεί που τον περιμένουμε.
(Παύση.)
Εκεί κάτω, οι μάχες αραιώνουν. Οι πρεσβευτές μας κινητοποιούνται. Παντού, ευτυχώς, η απειλή απομακρύνεται. Τι παράξενο, τι παράξενο.
(Παύση.)
Έτσι ξαφνικά, για το τίποτα, χάνουμε τα λογικά μας; Όχι, όχι, εκείνος έχει τρελαθεί, είναι βέβαιο.
(Παύση.)
Ο έρωτας, ο έρωτας! Πώς να τον αρνηθείς; Μίλησέ μου, μίλησε: πώς απέρριψες τις προτάσεις του;
(Παύση.)
Πώς να εναντιωθείς στο Κράτος και στη λογική; Ο Άμλετ την έχασε και το κράτος την κρατά. Πώς να το κάνουμε; Είναι η λογική του Κράτους.
(Παύση.)
Παντού, οι εχθροί γίνονται φίλοι. Εκεί κάτω, οι κινητοποιήσεις αναστέλλονται, οι προετοιμασίες διακόπτονται. Η εχθρότητα εξασθενεί; Είναι παράξενο.
(Παύση.)
Ε, όχι, όλα αυτά δεν θα φορτώσουν τη συνείδησή μου. Δεν έπρεπε ν’ ανακατευτώ. Διάλεξα εγώ τους αντιπάλους μου ή εκείνοι με διάλεξαν;
(Κάθεται στον θρόνο.)
Οφηλία, υπάκουη Οφηλία, απάλλαξέ με απ’ τη φροντίδα του Άμλετ, από εδώ και πέρα, αναλαμβάνεις εσύ να τον καθοδηγείς.

4.
(Μπαίνει η Γερτρούδη.)

Γερτρούδη: Δεν σφάλλω. Ούτε εσείς σφάλλετε. Θέλω να ξέρω, να ξέρω το γιατί.

Κλαύδιος: Τον έρωτα που τρέφει για την Οφηλία, η Οφηλία τον αρνείται. Δεν υπάρχει αμφιβολία.

Γερτρούδη: Τα μάτια του, τα χέρια του, τα χαρακτηριστικά του…

Κλαύδιος: Η Οφηλία, κυρία.

Γερτρούδη: Όλα πάνω του έχουν αλλάξει.

Κλαύδιος: Μην ανησυχείτε πια.

Γερτρούδη: Αποκλείεται να σφάλλω.

Κλαύδιος: Η Οφηλία, Γερτρούδη. Η Οφηλία!

Γερτρούδη: Ίσως…
(Παύση.)
Ίσως ο νεκρός πατέρας, ίσως ένας γάμος τόσο απότομος…

Κλαύδιος: Ίσως…

Γερτρούδη: Ο θάνατος του πατέρα θα είχε τέτοια δύναμη ώστε να χάσει τον αυτοέλεγχό του;
(Παύση.)
Μα τι έχετε; Γιατί δεν κινείστε;
Πρέπει ν’ ασχοληθείτε με το θέμα.

Κλαύδιος: Θα τον παρακολουθούμε.

Γερτρούδη: Κι η Οφηλία;

Κλαύδιος: Θα την έχουμε από κοντά.

Γερτρούδη: Πρέπει να καταλάβω.

Κλαύδιος: Έχουμε τη συνείδησή μας καθαρή. Δεν θα τον αφήσουμε από τα μάτια μας. Θα είμαστε παντού έντιμοι κατάσκοποι, θα τον βλέπουμε και δεν θα μας βλέπει. Έτσι θα κρίνουμε.

5.
(Η Οφηλία πλησιάζει.)

Γερτρούδη: Λοιπόν, Οφηλία;

Οφηλία: Κυρία;

Γερτρούδη: Μιλήστε.

Οφηλία: Κυρία, με κοίταξε.

Γερτρούδη: Μιλήστε, μιλήστε.

Οφηλία: Κυρία, με αγαπάει.

Γερτρούδη: Οφηλία, συνεχίστε.

Οφηλία: Με κοιτάζει, με αγαπάει, όμως εγώ, δεν…δεν…Όπως μου είχατε πει, αρνούμαι.

Γερτρούδη: Ακούστε με, τώρα.
Να ξέρετε, όμορφη Οφηλία, θα ήθελα η ομορφιά σας να ήταν η πραγματική αιτία της σύγχυσης του Άμλετ. Ελπίζω πράγματι ότι όλες σας οι αρετές θα τον έκαναν να ξαναβρεί τον εαυτό του, για την τιμή του και τη δική σας τιμή.

Οφηλία: Κυρία, δεν ξέρω, δεν ξέρω.

Γερτρούδη: Οφηλία, τον αγαπάτε. Βοηθήστε τον, τώρα αμέσως να βρει κάποια χαρά. Φροντίστε λοιπόν ν’ ανακαλύψετε, ίσως με τη βοήθεια της τύχης, αν ένα άλλο, άγνωστο σε εμάς κακό, τον βασανίζει. Όταν θα το βρούμε, θα μπορέσουμε να το αντιμετωπίσουμε. Τον αγαπάτε, σας αγαπώ και τον αγαπώ. Από εδώ και πέρα, μην τον αρνείστε.

Κλαύδιος: Οφηλία, από εδώ και πέρα, μην τον αρνείστε. Εμάς μην μας υπολογίζετε, σαν να είστε μόνη, και την κατάλληλη στιγμή, θα πράξετε όπως εσείς νομίζετε. Μην αρνείστε, αντιθέτως. Κι όσο για εμάς, θα είμαστε στη σκιά σας, θα σας παρατηρούμε.

Οφηλία: Όχι!
Θα συνεχίσω να σας υπακούω. Τώρα, έχω κλειστεί στον εαυτό μου. Δεν μπορώ να κάνω πια τίποτε άλλο.

Γερτρούδη: Οφηλία!

Οφηλία: Εσείς μου το ζητήσατε.

Γερτρούδη: Δεν καταλαβαίνετε τίποτα.

Οφηλία: «Ο Άμλετ είναι ένας πρίγκιπας έξω απ’ τον δικό σου κόσμο. Είναι αδύνατον, αδύνατον.»

Γερτρούδη: Σωπάστε.

Οφηλία: «Είναι αδύνατον, αδύνατον.»

Γερτρούδη: Ακούστε μας.

Κλαύδιος: Τώρα, είναι πάρα πολύ αργά.

Γερτρούδη: Βάλτε μία μάσκα.

Κλαύδιος: Δεν θα επιτρέψουμε να ξεγλιστρήσετε.

Γερτρούδη: Κρυφτείτε κάτω από το μακιγιάζ.

Κλαύδιος: Δεν μπορείτε πια να κάνετε πίσω.

Γερτρούδη: Βαφτείτε, ετοιμαστείτε, και υπακούστε.

Κλαύδιος: Υπακούστε.

Οφηλία: (σαν νεκρή) Κυρία! Άρχοντά μου! Άμλετ!

Γερτρούδη: Οφηλία, αγαπημένη Οφηλία. Ας αποχωρήσουμε.

(Βγαίνουν, υποβαστάζοντας η μία την άλλη.)

6.
(Ο Άμλετ εμφανίζεται πίσω απ’ τον θρόνο.)

Άμλετ: Την είδα, την είδα. Να μην πάει στον ήλιο! Εσείς δεν της είπατε να μην πάει στον ήλιο; Ο ήλιος γεννάει σκουλήκια στα ψόφια σκυλιά. Άλλωστε ο φόνος με φόνο πληρώνεται, τίποτε άλλο δεν έχει σημασία.

Κλαύδιος: Ο αέρας είναι νοσηρός για εσάς.

Άμλετ: Και εσείς άρχοντά μου, λίγα βήματα προς τα πίσω αν κάνετε, και εσείς ο ίδιος μία μέρα θα είστε το ίδιο γέρος με εμένα.

Κλαύδιος: Δεν θέλετε να προστατεύσετε τον εαυτό σας;

Άμλετ: Θέλω, στον τάφο.

Κλαύδιος: Γιατί τέτοιες σκέψεις;

Άμλετ: Λοιπόν; Πού;

Κλαύδιος: Η αλήθεια είναι ότι έχετε δίκιο. Είμαστε προστατευμένοι. Μου φαίνεται ότι η τρέλα σας δε στερείται μεθοδικότητας.

Άμλετ: Είμαι τρελός μόνο όταν φυσά βόρειο-βόρειο-δυτικός άνεμος. Όταν είναι νοτιάς, είμαι διαυγής.

Κλαύδιος: Άμλετ, ποια είναι η αιτία της αναστάτωσης σας; Εσείς ο ίδιος φράζετε την πόρτα της λύτρωσής σας, κρύβοντάς μου τα βάσανά σας.

Άμλετ: Άρα ο άνεμος είναι νοτιάς.

Κλαύδιος: Λοιπόν, τι βλέπετε;

Άμλετ: Τη φυλακή μου, άρχοντά μου.

Κλαύδιος: Τη φυλακή σας; Πού;

Άμλετ: Εδώ.

Κλαύδιος: Τη φυλακή σας; Εδώ;

Άμλετ: Αυτή η χώρα, άρχοντά μου;

Κλαύδιος: Μα τι λέτε;

Άμλετ: Αυτό που λέω.

(Ο Κλαύδιος ανοίγει ένα τεράστιο παράθυρο.
Ακούγεται ο θόρυβος της θάλασσας μαζί με θορύβους απ’ το κάστρο.
Ο Κλαύδιος χαμογελά.)

Κλαύδιος: Είναι στο χέρι σας να λυτρωθείτε.

Άμλετ: Για μένα, αυτή η χώρα είναι μια φυλακή.

Κλαύδιος: Δεν είναι η άποψή μου.

Άμλετ: Θέλω πολύ να το πιστέψω. Διότι τίποτα δεν είναι καλό ή κακό από μόνο του. Όλα εξαρτώνται από τη σκέψη μας.

Κλαύδιος: Αν αυτή η χώρα είναι μια φυλακή, τότε είναι και ο κόσμος ολόκληρος.

Άμλετ: Μία ξακουστή φυλακή, βεβαίως: πολλά κελιά, στρατώνες, μπουντρούμια. Εδώ πάντως, είναι μία από τις χειρότερες.

Κλαύδιος: Δεν μοιράζομαι τα αισθήματά σου.

(Ακούγεται μία φωνή ν’ απαγγέλει το ποίημα, κι ένα ακροατήριο ν’ αντιδρά.
Ο Άμλετ και ο Κλαύδιος σταματούν για ν’ ακούσουν και πότε κοιτάζονται, πότε στρέφουν ο ένας την πλάτη στον άλλο.)

«Αν η δυστυχία των ανθρώπων μπορούσε να συγκινήσει τους θεούς,
Τα φλογερά μάτια του ουρανού θα γέμιζαν δάκρυα.
Και οι ίδιοι οι θεοί, χίλιες φορές θα πονούσαν.
Να ο Πύρρος, ο ανήμερος Πύρρος, απελπισμένος, καμένος,
Μολυσμένος, κατακόκκινος, άθλια σκεπασμένος από πηγμένο αίμα
Πατεράδων και μανάδων, υιών και θυγατέρων, που ξεράθηκε πάνω του και τον ψήνει ζωντανό,
Που ρίχνει την καταραμένη του λάμψη, την ανελέητη,
Να ο Πύρρος με μάτια σαν ρουμπίνια, καταχθόνιος
Που αναζητά το γέρο Πρίαμο και τον βρίσκει.
Ω, άνιση μάχη! Ντροπή! Ντροπή!
Ο Πύρρος χτυπά τον Πρίαμο, και, μέσα στη λύσσα του, αστοχεί.
Όμως ο άνεμος της τρομερής του ρομφαίας,
Ρίχνει κάτω τον αδύναμο γέροντα.
Όπως πριν από την καταιγίδα, σιωπή επικρατεί στον ουρανό.
Τα σύννεφα αραιώνουν, οι μανιασμένοι άνεμοι κοπάζουν
Πάνω στη γη, που μοιάζει νεκρή.
Και ο κεραυνός σχίζει τον ουρανό αλύπητα.
Στον Πύρρο, στον ανήμερο Πύρρο, ξυπνά της εκδίκησης το αίσθημα.
Και με ένα ματωμένο ξίφος, τον Πρίαμο κατάστηθα χτυπά.
Ντροπή, ντροπή, μοίρα πόρνη!
Όλοι εσείς, θεοί, τι περιμένετε για να του αρπάξετε τη δύναμη
Και να τον σπρώξετε στην άβυσσο της κόλασης;»

Κλαύδιος: Φιλοδοξία! Φιλοδοξία και μόνο!

(Ακούγεται ξανά η φωνή. Ο Κλαύδιος αντιδρά.)

«Να και η βασίλισσα που τρέχει πέρα δώθε,
Με πόδια γυμνά, με την κεφαλή της στεφανωμένη με ένα κουρελόπανο,
Οι κουρασμένοι γλουτοί της σκεπασμένοι με μία κουβέρτα,
Τυφλωμένη από το φόβο και τα δάκρυα,
Διακρίνει τον Πύρρο
Που θριαμβεύει τεμαχίζοντας με τη ρομφαία του το σώμα του Πριάμου.
Μοίρα! Προδότη! Προδότη!
Εκείνος που θα το έβλεπε αυτό,
Και θα άκουγε την κραυγή της προς τον ουρανό
Δεν θα μπορούσε με λόγια πικρόχολα,
Να μην καταγγείλει την προδοσία του Πεπρωμένου.»

(Ο Κλαύδιος κλείνει το παράθυρο.)

Κλαύδιος: Όλα αυτά είναι το αποτέλεσμα της φιλοδοξίας σας.

Άμλετ: Άρχοντα μου, θα μπορούσα να είχα κλειστεί στο κέλυφος ενός φουντουκιού, και να είμαι ο βασιλιάς ενός σύμπαντος χωρίς όρια.

Κλαύδιος: Όνειρα! Πάνω τους χτίζεται η φιλοδοξία. Όλη η ουσία της είναι του ονείρου μία σκιά.

Άμλετ: Το ίδιο το όνειρο είναι μία σκιά.

Κλαύδιος: Βεβαίως. Και θεωρώ τη φιλοδοξία, σαν τη σκιά μίας σκιάς, τόσο μάταιη και ανούσια είναι.
Αυτό είναι λοιπόν. Είναι δυνατόν;

Άμλετ: Ναι, άρχοντά μου. Με μία λέξη, θα ήθελα να προχωρήσω.

Κλαύδιος: Μα επιτέλους, δεν έχετε τη δέσμευσή μας ότι θα μας διαδεχθείτε;

Άμλετ: Φυσικά, άρχοντά μου.

Κλαύδιος: Τι τολμάτε να ελπίζετε περισσότερο;

Άμλετ: «Την εποχή που πρασινίζει η χλόη…»

Κλαύδιος: Μα τι λέτε;

Άμλετ: Μια παλιά παροιμία, άρχοντά μου, λίγο ξεπερασμένη.

Κλαύδιος: Ποια είναι η σημασία της;

Άμλετ: Δεν θα μπορέσω…

Κλαύδιος: Τι πράγμα;

Άμλετ: Να σας δώσω μία ορθή απάντηση. Το πνεύμα μου είναι άνω κάτω.

Κλαύδιος: Η τρέλα σας γεννά πράγματα πιο επιδέξια από τη λογική.

Άμλετ: Άρχοντά μου…

Κλαύδιος: Μην πιστέψετε όμως ότι τα κίνητρά μου είναι τόσο φθαρμένα ή τόσα αδύναμα ώστε να εκλάβω σαν αστείο, τον κίνδυνο που με τραβάει απ’ τα μαλλιά.

(Βγαίνει.)

III. Το απόγευμα.
(Ένας διάδρομος, μέσα στο σκοτάδι.)

1.
(Ο Κλαύδιος, μόνος.
Προχωράει από το βάθος της σκηνής μέχρι το προσκήνιο, τρικλίζοντας σαν άρρωστος, ψάχνοντας ένα μέρος να στηριχθεί στη μέση του άδειου χώρου.)

Κλαύδιος: Σε τι χρησιμεύει αυτός ο γύψος; Δεν ταιριάζει εδώ. Όλα λιώνουν και καταρρέουν. Γαμώτο, σε τι χρησιμεύει η μάσκα σου; Το περιεχόμενο έχει ξεραθεί και δεν συγκρατεί την πούδρα.
Νοιώθω το μέτωπο και το δέρμα να θρυμματίζονται.
Βοηθήστε με! Βοηθήστε με! Θέλω να προσευχηθώ.

(Προσπαθεί να γονατίσει.)

Με τι έχουν σκεπάσει τους τοίχους και το πάτωμα ώστε να παραμένω έτσι καρφωμένος και βυθισμένος; Όλα είναι σκοτεινά, δεν βλέπω τίποτα, δεν μπορώ ν’ αμυνθώ. Ποιος έσβησε το φως;
Η μέρα φοβάται. Το φως δεν θα φθάσει μέχρι εδώ.
Ακόμα και να το ήθελε τώρα, κανείς δεν θα μπορούσε να με σώσει.
Γερτρούδη! Γερτρούδη!

(Βγάζει το στέμμα.)

Είμαι τώρα στη γη χειρότερα κι από ένα σκουλήκι. Βοήθεια! Βοήθεια! Σε ποιόν θα χρησίμευε ο φόνος ενός σκουληκιού;
Γερτρούδη!

2.
(Μπαίνει η Γερτρούδη.)

Γερτρούδη: Το φως φθάνει και περισσεύει για να δει κανείς το οικτρό θέαμά σου.

Κλαύδιος: Γερτρούδη! Όλο το νερό της θάλασσας και του ουρανού δεν φθάνει για να ξεπλύνει τα χέρια μου; Θα ήθελα να είμαι τρελός σαν τον Άμλετ.

Γερτρούδη: Τον Άμλετ; Εκείνος στη δυσκολία μιας εξομολόγησης παίρνει δρόμο. Εσείς, εσείς όμως δεν μπορείτε να ξεφύγετε. Ελάτε στα συγκαλά σας.

Κλαύδιος: Νοιώθω σαν ένας άνδρας υποχρεωμένος να διαλέξει ανάμεσα σε δύο πράγματα. Διστάζω, δεν ξεκινώ τίποτα, δεν μπορώ να κάνω τίποτα.

Γερτρούδη: Επιτεθείτε! Να δελεάσετε τον Άμλετ με την πανουργία ή την απόλαυση. Διαφορετικά είστε χαμένος. Κάντε κάτι γιατί το στέμμα θα πέσει από το κεφάλι σας όπως τα κίτρινα φύλλα.

Κλαύδιος: Όχι, όχι, δεν θα εγκαταλείψω.

Γερτρούδη: Δεν μπορείτε να εγκαταλείψετε.

(Παύση.)

Κλαύδιος: (που ξανασηκώνεται) Έχω έρθει εδώ για να τον επιτηρώ.

Γερτρούδη: Θα μείνω μαζί σας.

Κλαύδιος: Όχι, όχι.

Γερτρούδη: Γιατί;

Κλαύδιος: Μια μητέρα είναι φυσικό να μεροληπτεί και με το δίκιο της. Καλύτερα κάποιος άλλος να ακούσει τα λόγια του.
(Παύση.)
Εσείς ζείτε μόνο για τον Άμλετ.

Γερτρούδη: Όχι.

Κλαύδιος: Ναι, ναι!

Γερτρούδη: Όχι! Εσείς είστε πάνω από όλα!

Κλαύδιος: Όχι.

Γερτρούδη: Εσείς είστε πάνω από όλα!

Κλαύδιος: Ο Άμλετ επομένως, μπορεί να πεθάνει.

(Παύση.)

Γερτρούδη: Ο λαός αγαπάει τον Άμλετ.

Κλαύδιος: Ποιος μπορεί να μας βεβαιώσει για κάτι τέτοιο;

Γερτρούδη: Ποιος γνωρίζει τι θα συμβεί;

Κλαύδιος: Ο Άμλετ δεν είναι εμπόδιο.

Γερτρούδη: Κοιτάξτε την Οφηλία.

Κλαύδιος: Ο λαός ξεχνά.

Γερτρούδη: Όχι, όχι. Κοιτάξτε την Οφηλία. Ποιος ξέρει τι θα συνέβαινε αν αποσπάσετε τον Άμλετ από την αγάπη που τον περιβάλλει.

3.
(Μπαίνουν από τη μία μεριά ο Άμλετ, από την άλλη η Οφηλία, άψογα ντυμένη.)

Οφηλία: Καλέ μου άρχοντα, έχουν περάσει τόσες μέρες. Πώς είστε; Είστε καλά;

Άμλετ: Ω, ευχαριστώ θερμά. Καλά, καλά, καλά.

Οφηλία: Έχω τόσες αναμνήσεις μαζί σας. Ήρθε η ώρα να σας τις θυμίσω.

Άμλετ: Αναμνήσεις; Από εμένα; Δεν σας πρόσφερα τίποτα.

Οφηλία: Ναι, από εσάς καλέ μου άρχοντα, και το ξέρετε καλά. Λογικευτείτε. Τα πιο πλούσια δώρα χάνουν την αξία τους όταν εκείνος που τα προσφέρει είναι βάναυσος.

Άμλετ: Χα, χα!

Οφηλία: Άμλετ, αντίο.

Άμλετ: Περιμένετε.
Είστε ενάρετη;

Οφηλία: Άρχοντά μου.

Άμλετ: Είστε όμορφη;

Οφηλία: Μα τι θέλετε να πείτε;

Άμλετ: Πρέπει να είστε καχύποπτη γιατί είστε ταυτόχρονα ενάρετη και όμορφη.

Οφηλία: Η αρετή και η ομορφιά δεν πάνε μαζί;

Άμλετ: Όχι, βεβαιότατα όχι. Η ομορφιά θα είχε κάνει την αρετή προαγωγό της πριν η αρετή προλάβει ν’ αρθρώσει μία λέξη. Εσάς, σας αγάπησα πραγματικά.

Οφηλία: Τουλάχιστον με κάνατε να το πιστέψω.

Άμλετ: Δεν έπρεπε να το πιστέψετε. Δεν σας αγαπούσα.

Οφηλία: Εξαπατήθηκα διπλά.

Άμλετ: Στο πορνείο! Στο μοναστήρι! Πήγαινε, πήγαινε, πήγαινε! Εσύ; Θα κάνεις παιδιά; Κοίταξέ με: θα μπορούσα να κατηγορήσω τον εαυτό μου για πράγματα τέτοια που θα ήταν καλύτερο η μητέρα μου να μην με είχε γεννήσει. Τα πλάσματα σαν εμένα, που έρπουν μεταξύ ουρανού και γης, σε τι χρησιμεύουν; Κανέναν, κανέναν, μην εμπιστεύεσαι κανέναν από μας. Στο μοναστήρι, εμπρός, πήγαινε, πήγαινε!
Αν εσύ παντρευτείς, θα σου πω το εξής, και θα είναι η προίκα σου: ακόμα και αγνή, ακόμα και πάναγνη, ψυχρή και καθαρή σαν τον πάγο, δεν θα ξεφύγεις από την συκοφαντία. Εμπρός, πήγαινε στο μοναστήρι, αντίο.
Όμως αν επιμένεις να παντρευτείς, παντρέψου έναν ηλίθιο γιατί οι άλλοι ξέρουν καλά τι έχουν να πάθουν. Εμπρός, στο μοναστήρι, συντόμευε. Αντίο.
Νομίζετε ίσως ότι δεν έχω δει όλα αυτά τα φκιασίδια πάνω στο μούτρο σας; Είχατε ένα πρόσωπο, και εσείς φτιάξατε ένα άλλο. Χοροπηδάτε, λικνίζεστε, ψευδίζετε, δίνετε υποκοριστικά ονόματα σε ό, τι έπλασε ο Θεός. Είστε ξεδιάντροπη πίσω από μία προσποιητή αγνότητα.
Όλα αυτά με έχουν κάνει τρελό. Όμως για μένα, όλα έχουν τελειώσει.
Δεν υπάρχει πια γάμος, να τι σας λέω. Όσοι δεν είναι παντρεμένοι, να μείνουν όπως είναι, και προς θεού, να μην αλλάξουν. Όσο για τους άλλους, τόσο το χειρότερο. Ας συνεχίσουν τη ζωή τους.
Εκτός από έναν.

(Κίνηση μέσα στη σκιά.)

4.
Άμλετ: Ένα σκουλήκι! Ένα σκουλήκι!

(Ορμάει τραβώντας το όπλο του.)

Γερτρούδη: Άμλετ!

(Η Οφηλία βγάζει μία κραυγή.)

Κλαύδιος: Είναι ο βασιλιάς! Είναι ο βασιλιάς!

Άμλετ: Ένα σκουλήκι είναι, ένα σκουλήκι!

(Ο βασιλιάς βγαίνει απ’ την κρυψώνα του.
Ο Άμλετ τον ακολουθεί υπό την απειλή του όπλου.)

Κλαύδιος: Κατεβάστε αυτό το όπλο. Είμαι ο βασιλιάς.

Άμλετ: Άκουσα θορύβους. Πίστεψα ότι μας κατασκοπεύουν.

Κλαύδιος: Κατεβάστε αυτό το όπλο.

Άμλετ: Το ξέρετε καλά: αφαιρούμε μία ζωή πριν προλάβεις να πεις μία λέξη.

Κλαύδιος: Δεν σας καταλαβαίνω.

Άμλετ: Ούτε εγώ.

Κλαύδιος: Κατεβάστε αυτό το όπλο!

Γερτρούδη: Άμλετ!
(Η Οφηλία βγάζει μία κραυγή.)
Άμλετ, είναι ο βασιλιάς, είναι ο βασιλιάς.

(Ο Άμλετ κρατάει το βασιλιά υπό την απειλή του όπλου του σε μία απόλυτη σιωπή κι ακινησία.
Ένα έντονο φως περικυκλώνει τα δύο πρόσωπα. Έπειτα πάλι σκοτάδι. Κραυγές.)

Κλαύδιος: Τους πυρσούς! Φως! Φως!

(Βγαίνει.)

Γερτρούδη: Ο βασιλιάς θέλει φως.

Οφηλία: Βοήθεια! Το άλογο έχει αγριέψει!

Άμλετ: Είναι υπό έλεγχο.

Οφηλία: Και τώρα, ποιος θα μας σώσει;

(Βγαίνει.)

Γερτρούδη: Ο βασιλιάς…

Άμλετ: Πώς είπες; Ο βασιλιάς;

Γερτρούδη: Είναι εκτός εαυτού.

Άμλετ: Το κρασί, χωρίς αμφιβολία.

Γερτρούδη: Όχι, κύριε, ο θυμός.

Άμλετ: Να πάει στο γιατρό. Γιατί αν τον χτυπήσω εγώ, θα βγει περισσότερο εκτός εαυτού.

Γερτρούδη: Σας ικετεύω, σκεφτείτε καλύτερα αυτά που λέτε.

5.
(Ο Άμλετ περνάει μπροστά από τη Γερτρούδη, προσποιούμενος ότι θα βγει, και τη συγκρατεί από τους ώμους.
Τη σημαδεύει με το όπλο του.
Εκείνη αρχίζει να κλαίει, και ο Άμλετ χαϊδεύει το πρόσωπό της με τη λάμα.
Η Γερτρούδη αρχίζει να γελάει, έπειτα κι εκείνος σιγά-σιγά. Κοιτάζονται.
Της λέει: «Καλά θα κάνατε…» ενώ εκείνη του κλείνει το στόμα με το χέρι της «να μην περιμένετε τίποτα από μένα». Έπειτα εκείνος φεύγει.
Η Γερτρούδη, μόνη, παρακαλεί: «Άμλετ!» έπειτα καταρρέει.)

6.
Κλαύδιος: (από τα παρασκήνια) Πού είναι; Πρέπει να τον βρω. Πού είναι;
(Μπαίνει.)
Πρέπει να τον σκοτώσω, πρέπει να σκοτώσω τον Άμλετ επί τόπου! Το αίμα μου βράζει σαν να έχω πυρετό και μόνο ο θάνατός του θα με γιατρέψει. Όσο θα περιμένω, δεν θα γευθώ ποτέ τη χαρά, ό, τι κι αν μου συμβεί.
(Βλέπει τη Γερτρούδη.)
Αχ, η ψυχή μου είναι ανάστατη, άνω κάτω.
(Παύση.)
Τουλάχιστον ο κίνδυνος ν’ αλυσοδεθεί: αυτή τη στιγμή κυκλοφορεί ελεύθερος.
(Παύση.)
Γερτρούδη, ακούτε; Αν δεν κάνουμε κάτι, η συκοφαντία θα μας χτυπήσει πιο δυνατά απ’ όσο μπορούμε ν’ αντέξουμε.
(Παύση.)
Τι άλλο να κάνω; Πώς να προστατευτώ από αυτή την παράνοια; Πώς να τον απομονώσω; Ο κίνδυνος είναι μεγάλος. Τον φροντίσαμε τόσο καλά ώστε του αρνηθήκαμε το καλύτερο γιατρικό, όπως θα το είχε αρνηθεί ένας άνθρωπος που πάσχει από το νόσημα της ντροπής και αφήνει τα σωθικά του να σαπίζουν παρά να ομολογήσει την αρρώστια του.
(Παύση.)
Στην ψυχή του κρύβει ένα μυστήριο, που δεν είναι τρέλα. Και όταν αυτό αποκαλυφθεί, ο κίνδυνος θα είναι μεγάλος για εμάς.
(Παύση.)
Είναι θέμα ζωής ή θανάτου, αποφασίζω επί τόπου: πρέπει να φύγει.
Ο καιρός είναι ευνοϊκός, οι άνεμοι είναι καλοί. Τα καράβια περιμένουν στο λιμάνι, έτοιμα να σαλπάρουν. Αρκεί μία στιγμή, και όλα θα είναι έτοιμα.
(Στη Γερτρούδη:)
Ελάτε, ελάτε! Ας φύγει αυτή η ημέρα, κι ο Άμλετ ας εμφανιστεί ξανά πάνω στις απόκρημνες ακτές, κι η θάλασσα ας τον πάρει μακριά μας.
(Αγκαλιάζονται.)

IV. Το βράδυ
(Το υπνοδωμάτιο της βασίλισσας.)

1.
(Η Γερτρούδη και ο Κλαύδιος πλαγιασμένοι.)

Κλαύδιος: Μείνετε εδώ! Ακούω τον άνεμο και τη θάλασσα να μανιάζουν. Γερτρούδη, μην αλλάξετε γνώμη. Εσείς τουλάχιστον, να παραμείνετε, να παραμείνετε.
(Παύση.)
Γερτρούδη: Ακούτε αυτόν τον θόρυβο;
Κλαύδιος: Μην ανησυχείτε. Οι φρουροί είναι στη θέση τους.
Γερτρούδη: Ναι, δεν κινδυνεύουμε.
(Παύση.)
Κλαύδιος: Δεν είμαι ελεύθερος. Ο λαός, αυτό το απερίσκεπτο πλήθος, κρίνει μόνο με τα μάτια. Τι να έκανα; Ξέρει να βλέπει μόνο την τιμωρία και ποτέ το έγκλημα.
(Παύση.)
Τι έχετε; Γιατί κλαίτε; Γιατί δεν κινείστε;
Γερτρούδη: Τίποτα, τίποτα, τίποτα.
(Παύση.)
Κλαύδιος: Σύντομα, σας το υπόσχομαι, θα ζήσουμε ώρες γαλήνης.
(Παύση.)
Γερτρούδη: Οι φρουροί…
Κλαύδιος: Είναι στη θέση τους.
Γερτρούδη: Νομίζω, νομίζω…
Κλαύδιος: Γερτρούδη!
Γερτρούδη: Η θάλασσα πλημμυρίζει και καταβροχθίζει την πεδιάδα.
(Παύση.)
Κλαύδιος: Μην φοβάστε, μην φοβάστε. Ο κίνδυνος είναι η ελευθερία αυτού του άνδρα. Η τρέλα των πριγκίπων δεν πρέπει να μένει χωρίς επιτήρηση. Εσείς, θα του μιλήσετε.
Γερτρούδη: Ναι, θα του μιλήσω.
(Παύση.)
Κλαύδιος: Γερτρούδη! Γερτρούδη!
Γερτρούδη: Τίποτα, τίποτα, τίποτα.
(Παύση.)
Κλαύδιος: (ξανασηκώνεται και χάνεται στη σκιά) Η ειρήνη παραβιάστηκε. Σειρά σας τώρα, σειρά σας να μην του χαριστείτε, σειρά σας να μας υπερασπιστείτε. Εγώ πια μόνο ένα αόρατο αυτί μπορώ να είμαι.
(Κραυγή Οφηλίας από τα παρασκήνια.)
Αν αποτύχετε…
(Εξαφανίζεται. Η Γερτρούδη μένει μόνη, ακίνητη.)

 2.
(Η Οφηλία εμφανίζεται.
Περνάει, από το βάθος της σκηνής στο προσκήνιο, σκοντάφτοντας σε όλους, πατώντας το φόρεμά της, το χτένισμα της χαλάει και τα ρούχα της τσαλακώνονται σιγά-σιγά.
Δε σταματάει να μουρμουρίζει με δυσκολία, ανήκουστα πράγματα. Έπειτα εφόσον δεν τα καταφέρνει, βγάζει μία κραυγή και ξαναρχίζει την προσπάθεια.
Ξεχωρίζουν μόνο κάποια μισόλογα.)

Οφηλία: Ηλίθιε. Σε ανακάλυψαν. Άθλιε, καταλαβαίνεις πολύ καλά τι θέλω να πω. Σιωπή. Θα τα διαδώσω παντού αυτά, παντού.
Σιωπή. Ό, τι ξέρουμε, ξέρουμε. Αλλά τι θα γίνουμε – πιο χαμηλά, πιο χαμηλά – τι θ’ απογίνουμε…Γνωρίζω την αλήθεια.
Θέλω πολύ να κάνω υπομονή. Είναι αλήθεια. Θέλω πολύ να κάνω υπομονή. Αλλά όχι: χάθηκε, θα χαθεί.
Ποιος θα μπορέσει να μας σώσει;

(Η Γερτρούδη φωνάζει: «Άμλετ!»
Η Οφηλία βγάζει μία κραυγή κι εξαφανίζεται.
Μπαίνει ο Άμλετ.)

3.
Γερτρούδη: Άμλετ!

Άμλετ: Μητέρα!

Γερτρούδη: Άμλετ, προσέβαλες βαριά τον πατέρα σου.

Άμλετ: Μητέρα, προσβάλατε βαριά τον πατέρα μου.

Γερτρούδη: Ελάτε τώρα, μην αποκρίνεστε σαν τρελός.

Άμλετ: Ελάτε τώρα, μην με ανακρίνετε ξεδιάντροπα.

Γερτρούδη: Πώς; Τι είπες;

Άμλετ: Τι με θέλετε;

Γερτρούδη: Ξεχνάτε ποια είμαι;

Άμλετ: Όχι! Είστε η βασίλισσα, είστε η γυναίκα του αδελφού του συζύγου σας. Και προς μεγάλη μου θλίψη, είστε η μητέρα μου.

Γερτρούδη: Άμλετ!

Άμλετ: Μη σηκώνεστε!

Γερτρούδη: Τι πας να κάνεις;

Άμλετ: Μη σηκώνεστε!

Γερτρούδη: Δεν θα με σκοτώσεις! Άμλετ!



Άμλετ: Μην κινηθείτε έως ότου σας φέρω έναν καθρέφτη, όπου θα αντικρύσετε το βάθος της ψυχής σας.

Γερτρούδη: Βοήθεια! Βοήθεια!

Άμλετ: Σταματήστε να συστρέφετε τα χέρια, σωπάστε, να μην σας τσαλακώσω την καρδιά. Θα το κατορθώσω, αν δεν έχει γίνει πιο σκληρή κι από τον μπρούντζο.

Γερτρούδη: Τι έκανα και μου μιλάς τόσο σκληρά;

Άμλετ: Μία πράξη που και η ίδια η σελήνη θα αποστρεφόταν.

Γερτρούδη: Τι λοιπόν;

Άμλετ: Θυμάστε τους δύο αδελφούς; Ανακαλέστε στη μνήμη σας πρώτα τον έναν, έπειτα τον άλλο.
Κοιτάξτε: την ομορφιά αυτού του μετώπου, αυτές τις μπούκλες, αυτά τα μάτια που προστάζουν κι απειλούν. Σχεδόν ένας θεός: ένας άνδρας. Ήταν ο άνδρας σας. Τώρα κοιτάξτε τον άλλο, τον καινούργιο σας άνδρα. Είστε τυφλή; Πώς μπορέσατε να εγκαταλείψετε το βουνό, για να βοσκήσετε μέσα στο τέλμα; Είστε τυφλή;
Μην πείτε ότι φταίει ο έρωτας. Στην ηλικία σας, το αίμα ηρεμεί, κυριαρχείται, υποτάσσεται στη λογική. Ποια αιτία σας έκανε να επιλέξετε αυτόν εδώ μετά από εκείνον;
Έχετε αισθήσεις, διαφορετικά θα ήσασταν απαθής. Κι όμως οι αισθήσεις σας έχουν σίγουρα παραλύσει. Η τρέλα δεν θολώνει ποτέ το μυαλό σε βαθμό που να μην μπορείς να ξεχωρίσεις τόσο ανόμοια πλάσματα. Ποιος σας εξαπάτησε μέχρις αυτό το σημείο; Τα μάτια χωρίς τα χέρια, τα χέρια χωρίς τα μάτια, τα αυτιά ολομόναχα, η μύτη, το πιο αδύναμο μέρος μίας μοναδικής αίσθησης δεν θα ήταν τόσο ηλίθιο.

Γερτρούδη: Άμλετ, πάψε. Στρέφεις το βλέμμα μου στο βάθος της ψυχής μου, και βλέπω σημάδια που δεν θα εξαφανιστούν ποτέ.

Άμλετ: Ναι! Και όλα αυτά για να ζεις μέσα στον ξινό ιδρώτα ενός λιγδωμένου κρεβατιού, να κυλιέσαι μέσα στο βούρκο της ακολασίας, να συνουσιάζεσαι μέσα στα σκουπίδια.

Γερτρούδη: Πάψε! Πάψε! Τα λόγια σου σα μαχαιριές φθάνουν στα αυτιά μου. Καλέ μου Άμλετ, πάψε.

Άμλετ: Ένας δολοφόνος! Ένας άξεστος, ένα ανδρείκελο! Ένας πίθηκος. Ένας απατεώνας του θρόνου και της εξουσίας, που άρπαξε το πολύτιμο στέμμα στην παλάμη του, και το σφετερίστηκε.

Γερτρούδη: Πάψε!

Άμλετ: Ένας βασιλιάς για τα πανηγύρια!

Γερτρούδη: Άμλετ, παραληρείς.

Άμλετ: Παραληρώ; Ο σφυγμός μου είναι εξίσου φυσιολογικός με τον δικό σας. Για όνομα του θεού, μην κολακεύεστε να πιστεύετε ότι μιλάει η τρέλα μου, και όχι το σφάλμα σας. Μην κρύβετε την πληγή. Μετανοήστε, μετανοήστε! Μη ρίχνετε λίπασμα στα αγκάθια για ν’ ανθίσουν.

Γερτρούδη: Άμλετ, μου ράγισες την καρδιά.

Άμλετ: Πετάξτε το κακό της κομμάτι και ζήστε με το άλλο. Καληνύχτα. Μην πάτε στο κρεβάτι του θείου μου, ξαναβρείτε τη χαμένη αρετή σας. Καληνύχτα. Μην τον αγγίζετε απόψε, θα είναι μία καλή αρχή για τη συνέχεια.

Γερτρούδη: Άμλετ, τι πρέπει να κάνω; Τι πρέπει να κάνω;

Άμλετ: Κυρίως όχι αυτό που μόλις σας είπα. Μόλις αυτό το παχύδερμο σας καλέσει στην κλίνη του, σας τσιμπήσει το μάγουλο, σας αποκαλέσει «γλυκιά του», και με δύο δύσοσμα φιλιά ή με τη φλόγα των δαχτύλων του στο λαιμό σας, θα σας αναγκάσει να ομολογήσετε όσα σας είπα.

Γερτρούδη: Όχι, μη φοβάσαι, δεν θα πω τίποτα από όσα μου είπες.

Άμλετ: Μητέρα, καληνύχτα.

(Βγαίνει.)

4.
Κλαύδιος: (εμφανίζεται) Γερτρούδη.

Γερτρούδη: Η ψυχή μου είναι άρρωστη.

Κλαύδιος: Η Οφηλία…

Γερτρούδη: Είναι ο νόμος της αμαρτίας.

Κλαύδιος: Η Οφηλία είναι εδώ.

Γερτρούδη: Είναι ο νόμος της αμαρτίας.

Κλαύδιος: Πρέπει να της μιλήσεις.

Γερτρούδη: Δεν θέλω να της μιλήσω.

Κλαύδιος: Επιμένει.

Γερτρούδη: Τι θέλει;

Κλαύδιος: Πρέπει να της μιλήσεις. Μπορεί να διαδώσει επικίνδυνες σκέψεις στα πνεύματα.

Γερτρούδη: Δεν θέλω να της μιλήσω. Δεν θέλω να της μιλήσω.

(Μπαίνει η Οφηλία.
Κινείται και μιλάει όπως πριν, πότε-πότε αρθρώνει μία φράση κατανοητή.)

Οφηλία: Πού πήγε αυτή; Πού πήγε; Όχι, ακούστε με, σας παρακαλώ.
Τι ντροπή, τι ντροπή. Πού πήγε η ωραία βασίλισσα;

(Διακρίνει τη Γερτρούδη.)

Κλαύδιος: (καθώς η Οφηλία πλησιάζει τη Γερτρούδη) Αφήστε τη να μιλήσει, ακούστε τη, σας παρακαλώ. Αυτό το τίποτα που σας λέει, είναι πιο σοβαρό από κάθε άλλη σκέψη. Όχι, ακούστε τη, σας παρακαλώ.

(Η Οφηλία προσπαθεί να τραβήξει ό, τι φοράει η βασίλισσα, μπιζού, μακιγιάζ. Έπειτα με δύο δάχτυλα, σχεδιάζει στο πρόσωπο της τη διαδρομή των δακρύων. Τέλος, προσπαθεί ν’ αγκαλιάσει πολύ σφιχτά τη βασίλισσα.)

Γερτρούδη: Οφηλία, τι με θέλετε; Λοιπόν, λοιπόν, Οφηλία, τι νόημα έχουν όλα αυτά; (την απωθεί.)

Οφηλία: Παρθένα ήρθες και παρθένα θα μείνεις

(Βλέπει τον Κλαύδιο και τον πλησιάζει.)

Γερτρούδη: (όσο η Οφηλία πλησιάζει προς τον Κλαύδιο) Κοιτάξτε τη, κοιτάξτε τη. Αλίμονο, άρχοντά μου. Αλίμονο!

(Η Οφηλία, από χαμηλά προς τα πάνω, καλύπτει με φιλιά το βασιλιά. Φθάνοντας στο στέμμα, το παίρνει ανάμεσα στα δόντια και επιχειρεί να ξεφύγει. Ο Κλαύδιος τη σταματά. )

Κλαύδιος: Γοητευτική, γοητευτική Οφηλία, χαριτωμένη κυρία.

Οφηλία: Εκεί, στ’ αλήθεια, τελειώνω. Τι ντροπή, τι ντροπή! Ποιος θα μπορέσει; Καλησπέρα. Ποιος θα μπορέσει; Καλησπέρα, καλησπέρα.

Κλαύδιος: (στη Γερτρούδη) Εμπρός, να την απομακρύνετε.

Γερτρούδη: Είναι λοιπόν αλήθεια ότι το μυαλό ενός νεαρού κοριτσιού…

Κλαύδιος: Να την απομακρύνετε, να την ακολουθήσετε, εμπρός.

Γερτρούδη: Είναι τόσο φθαρτό όσο και το σώμα ενός γέρου.

Κλαύδιος: Μην τη χάνετε από τα μάτια σας, σας παρακαλώ.

(Η Οφηλία και η Γερτρούδη βγαίνουν.)

5.
Κλαύδιος: Η Οφηλία, είδωλο του εαυτού της, η Οφηλία χωρισμένη!
Όταν έρχονται οι συμφορές δεν είναι ποτέ μόνες. Μας παραμονεύουν μιλιούνια.
Γερτρούδη, Γερτρούδη! Γνωρίζω τώρα ότι ο έρωτας αρχίζει και τελειώνει μέσα στο χρόνο και ο χρόνος σβήνει τη φωτιά.
Ο λαός αναστατώνεται από συγκεχυμένες ιδέες και φήμες κακεντρεχείς. Οι φωνές του δεν παύουν να μας κατηγορούν, να μας μολύνουν με λόγια φαρμακερά.
Όμως να είμαστε έτοιμοι γι’ αυτό!
Όλος ο κόσμος αποχώρησε, όλος ο κόσμος απομακρύνθηκε. Να ξαναενώσουμε όλο τον κόσμο. Να τους υποχρεώσουμε όλους, να έρθουν γύρω μου, αυτή τη νύχτα, στα τείχη.
Ο Άμλετ!
Να είμαστε έτοιμοι.
Δεν μου αρέσουν οι τρόποι του. Είναι επικίνδυνο ν’ αφεθεί στην τρέλα του. Να ετοιμάσουμε τα κύπελλα. Θα ετοιμάσω το κύπελλο του Άμλετ. Με μία γουλιά, θα πετύχουμε το στόχο μας.
Και στην θέση του εγκλήματος θα χτυπηθεί η τιμωρία!

6.
(Ο Κλαύδιος παραδομένος σ’ έναν πολύ ταραγμένο ύπνο.
Ο Άμλετ περνά, πλησιάζει, σκύβει προς το κρεβάτι.
Ο Κλαύδιος σκιρτά. Ο Άμλετ τραβάει το όπλο του, κι αρπάζει το βασιλιά από το ένα χέρι.
Εκείνος ηρεμεί αμέσως και κουλουριάζεται πλάι στον Άμλετ.
Ο Άμλετ τον χαϊδεύει μαλακά, όπως θα μπορούσαμε να χαϊδέψουμε ένα άγριο ζώο.)

V. Η νύχτα
(Στα τείχη ενός κάστρου, πάνω στη θάλασσα.)

1.
(Ο Άμλετ, μπροστά από το πτώμα της Οφηλίας.)

Άμλετ: Γιατί, γιατί πάντα να υποτάσσομαι, να σκύβω το κεφάλι, ή να κοιμάμαι;
Ύπνος, ύπνος!
Έως πότε θα αντέξω; Ποιος το αντέχει αν δεν κοιμάται;
Η εξουσία, η ασέβεια εναντίον της εξουσίας, η περιφρόνηση για όσους την κατέχουν! Η έπαρση των κρατούντων, η ισχύς των υψηλά ισταμένων! Ο νόμος, τα ψέματα του νόμου! Όλα γύρω μας είναι σάπια.
Πώς να λυγίζει κανείς; Πώς ν’ αναστενάζει ξανά και ξανά; Γιατί να σωπάσει κανείς όταν μια μαχαιριά μπορεί να τον λυτρώσει;
Θάνατος, ύπνος, τίποτε άλλο.
Για να εμποδιστεί το σχέδιό του, αρκεί να προτιμήσω το φόβο του αγνώστου από τις συνηθισμένες συμφορές των άλλων, που ζούνε στην άγνοια και το σκοτάδι.
Να πεθάνω, να κοιμηθώ, ίσως να ονειρευτώ.
Σκέφτομαι ότι ο ύπνος θα δώσει τέλος στον πόνο. Όμως ο φόβος βρίσκεται εδώ για να με συγκρατεί.
Να ζει κανείς ή να μην ζει; Ιδού η απορία. Ν’ ανέχεται κανείς τη μοίρα ή να την αντιμετωπίζει, να παίρνει τα όπλα, να φθάνει μέχρι το τέλος;
Ο στοχασμός, αυτός μας κάνει δειλούς.

2.
(Μπαίνουν η Γερτρούδη και ο Κλαύδιος.)

Γερτρούδη: Οφηλία!

Κλαύδιος: Να τη θάψουμε.

Γερτρούδη: Οφηλία!

Άμλετ: Είναι νεκρή.

Γερτρούδη: Το φταίξιμο δεν είναι του βασιλιά.

Κλαύδιος: Ήταν ένα ατύχημα. Δεν πήγε εκείνη στη θάλασσα, η θάλασσα ήρθε σε εκείνη, δεν πνίγηκε μόνη της.

Γερτρούδη: Πνίγηκε, πνίγηκε.

Κλαύδιος: Πάνω από τη θάλασσα γέρνει ένα δέντρο: εκεί βρισκόταν η Οφηλία. Ήθελε να σκαρφαλώσει στα κλαδιά που κρέμονταν; Ένα κλαδί έσπασε: έπεσε στο νερό.

Γερτρούδη: Πνίγηκε, πνίγηκε.

Κλαύδιος: Το φόρεμά της άνοιξε, έτσι επέπλεε πάνω στα κύματα, και κάτι ψιθύριζε απαλά, αγνοώντας την επικείμενη συμφορά της, σαν μια ύπαρξη πλασμένη να ζει στο νερό. Μα πόσο μπορούσε να κρατήσει αυτή η στιγμή; Τα φορέματά της είχαν βαρύνει από το νερό, την διέκοψαν από τον αργό μονόλογό της, και την οδήγησαν στον θάνατο, μέσα στο αλάτι και τη λάσπη.

Άμλετ: Θα τη θάψουμε σε γη χριστιανική, αυτή που έφυγε απ’ τη ζωή χωρίς να βγάλει μια κραυγή;

Γερτρούδη: Η διαταγή του βασιλιά είναι ισχυρότερη απ’ όλα τα έθιμα.

Κλαύδιος: Ο θάνατός της κινεί πολλές υποψίες. Αν δε γινόταν έτσι, θα μπορούσε ν’ αναπαυθεί σε οποιαδήποτε γη στον αιώνα τον άπαντα. Κι αντί για προσευχές, θα την έραναν με χαλίκια, με πέτρες, με σπασμένα γυαλιά.

Γερτρούδη: Τα λουλούδια συναντούν τα λουλούδια.

Άμλετ: Από εδώ και πέρα, ό, τι γυναικείο είχα μέσα μου, εξαφανίστηκε.

Γερτρούδη: Πνίγηκε, πνίγηκε.

Κλαύδιος: Ποιος είναι ο ένοχος; Σίγουρα όχι ο βασιλιάς.

(Βγαίνει.)

Γερτρούδη: Στο επανιδείν, Οφηλία.
Τι ντροπή! Τι ντροπή!
(Η Γερτρούδη και ο Άμλετ βγαίνουν.
Το σώμα της Οφηλίας μένει μόνο κάποιες στιγμές.)

3.
(Μπαίνει ο Κλαύδιος, φέρνοντας τρία κύπελλα και μία στάμνα.
Αφού τα τοποθετήσει, χύνει σε ένα κύπελλο διαφορετικό από τα άλλα, το περιεχόμενο μίας φιάλης.
Όταν μπαίνει η Γερτρούδη, το κρύβει.)

Γερτρούδη: Για το όνομα του Θεού, ο Άμλετ είναι ο ένοχος; Όχι, όχι, ποτέ, το επιβεβαιώνω.
Αν ο Άμλετ ξερίζωσε μέσα του τον Άμλετ, και αν, μέσα σε αυτή την απουσία, σας προσέβαλλε, τότε δεν ήταν ο Άμλετ. Ένοχος ήταν η τρέλα του. Ο Άμλετ είναι αδικημένος. Η τρέλα είναι ο εχθρός του άμοιρου Άμλετ.
Άμοιρε Άμλετ!
Για το όνομα του θεού! Αφήστε τον. Είναι καθαρή τρέλα. Αμέσως, σε μια στιγμή, ο παροξυσμός θα τον εξουθενώσει. Και το ίδιο υπομονετικά, όπως η περιστέρα, που κλωσάει τα αυγά της, θα καθίσει κι εκείνος στα γόνατα σιωπηλός.
Για το όνομα του θεού!

Κλαύδιος: Τι θόρυβος είναι αυτός;

Γερτρούδη: Τι πάτε να κάνετε;

Κλαύδιος: Εμπρός, ας βιαστούμε, ας βιαστούμε.

Γερτρούδη: Τι έχετε αποφασίσει να κάνετε; Στα λόγια θα μείνετε;

Κλαύδιος: Καθώς βλέπω αυτή η περιοχή του ουρανού φωτίζεται. Πού είναι ο Άμλετ;

Γερτρούδη: Το άστρο, εκεί κάτω, στη δύση.

Κλαύδιος: Εμπρός, ας βάλουμε τάξη μια και καλή.

Γερτρούδη: Είμαστε περικυκλωμένοι από προδότες.

Κλαύδιος: Ο Άμλετ ξανάρχεται.

Γερτρούδη: (χαμηλά) Εκείνη πνίγηκε, πνίγηκε!

(Μπαίνει ο Άμλετ.)

4.
Κλαύδιος: Τα κύπελλα είναι στη θέση τους. Το κρασί είναι εδώ. Ελάτε, ο βασιλιάς θέλει να πιεί για τον Άμλετ και τη βασίλισσά του.

(Πλησιάζουν και οι δύο.
Κραυγές πτηνών της θάλασσας.)

Ελάτε. Δώστε μου τα κύπελλα. Σε αυτό εδώ, ο βασιλιάς θέλει να ρίξει ένα μαργαριτάρι, πιο ακριβό από εκείνα που στολίζουν το στέμμα του.
Πάρτε το, πάρτε το. Και τα τύμπανα να πουν στις τρομπέτες, οι τρομπέτες στα κανόνια, τα κανόνια εκεί κάτω στον ουρανό, κι ο ουρανός να πει στη γη, ότι ο βασιλιάς πίνει στην υγειά του Άμλετ.
(Στη βασίλισσα:) Δώστε, δώστε του αυτό το κύπελλο.
Άμλετ, αυτό το μαργαριτάρι είναι δικό σας.

Γερτρούδη: Άμλετ, και η βασίλισσα πίνει στην υγειά σου.

Άμλετ: Αγαπητή κυρία.

Κλαύδιος: Γερτρούδη, μην πίνετε.

Γερτρούδη: Θα πιω, άρχοντά μου.

Κλαύδιος: Γερτρούδη!

Γερτρούδη: Θα πιω για τον Άμλετ, άρχοντά μου, συγχωρείστε με.

(Πίνει και σηκώνει το κύπελλο προς τον Άμλετ.)

Κλαύδιος: Είναι πλέον αργά.

Γερτρούδη: Πιείτε, Άμλετ.

Άμλετ: Αργότερα.

Γερτρούδη: Πλησιάστε να σας βλέπω καλύτερα.

Κλαύδιος: Είναι πλέον αργά, πολύ αργά.

Άμλετ: Αγαπητή κυρία.

Κλαύδιος: Πιείτε, Άμλετ.

(Η βασίλισσα βάζει στον Άμλετ να πιεί, μετά πέφτει.)

Άμλετ: Κοιτάξτε τη βασίλισσα!

Κλαύδιος: Είναι πλέον αργά.

Άμλετ: Η βασίλισσα!

Κλαύδιος: Λιποθύμησε.

Γερτρούδη: Όχι, όχι, είναι το κρασί, το κρασί!
Αγαπητέ Άμλετ, το κρασί, το κρασί!
Πεθαίνω. Το δηλητήριο.

(Πεθαίνει.)

Άμλετ: Να κλείσουν οι πόρτες. Να ξεσκεπαστεί ο προδότης!

Κλαύδιος: Άμλετ, θα πεθάνεις. Άμλετ, κανένα αντίδοτο στον κόσμο δεν θα μπορέσει πια να σε σώσει.

Άμλετ: Να κλείσουν οι πόρτες!

Κλαύδιος: Σου απομένει μισή ώρα ζωής.

Άμλετ: Δύστυχη μάνα, αντίο!

Κλαύδιος: Κρατάς στο χέρι σου το όπλο του φόνου. Η μητέρα σου είναι νεκρή. Δεν αντέχω άλλο.

Άμλετ: Θα αποτελειώσω λοιπόν εγώ το έργο σου.

(Χτυπάει το βασιλιά.)

Κλαύδιος: Όχι! Βοήθεια! Βοήθεια! Πληγώθηκα!

Άμλετ: Καταραμένε βασιλιά, πήγαινε να τη συναντήσεις.
Δολοφόνε, δολοφόνε!

(Τον διαπερνά με το ξίφος, έπειτα καταρρέει.
Παύση.)

Τώρα θα σας έλεγα…Αλλά ας είναι!

(Παίρνει το κύπελλο. Πίνει.)

Ο, τι απομένει είναι σιωπή.

(Ο Άμλετ πηγαίνει μέχρι την Γερτρούδη, χαϊδεύει μια στιγμή τα μαλλιά της, έπειτα πέφτει όσο το δυνατόν πιο μακριά από τα πτώματα, για να στηριχθεί σε μια γωνιά, με την πλάτη γυρισμένη.
Το φως χαμηλώνει αργά, ενώ οι κραυγές των πτηνών δυναμώνουν μέχρι να σκεπάσουν τον ήχο των κυμάτων.)